- ανάνηψη
- Σειρά θεραπευτικών μέσων με σκοπό την αποκατάσταση της αναπνευστικής λειτουργίας, όταν προς στιγμήν αναστέλλεται σε ένα άτομο που έχει πάθει ασφυξία από πνιγμονή, κρανιακό τραύμα, δηλητηρίαση από ναρκωτικά ή σε ένα ασφυκτικό νεογνό.
Η α. αποτελεί κάθε μέσο επείγουσας ανάγκης, γιατί είναι απαραίτητο να αποκατασταθεί ο αερισμός των πνευμόνων μέσα σε λίγα λεπτά από την παύση της αναπνοής, αφού έχει αποδειχτεί πως έπειτα από 8-10 λεπτά το πολύ γίνονται ανεπανόρθωτες βλάβες στα νευρικά κύτταρα, ώστε κάθε παραπέρα προσπάθεια να είναι μάταιη. Όταν δεν υπάρχει διαθέσιμη συσκευή αναισθησίας και κατάλληλα εργαλεία για στοματοτραχειακή διασωλήνωση του ατόμου που πάσχει, πρέπει να εκτελείται τεχνητή αναπνοή·υπάρχουν πολλές μέθοδοι τεχνητής αναπνοής, από την απλή εμφύσηση αέρα στους πνεύμονες (αναπνοή στόμα με στόμα, που χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα) έως τις μεθόδους του Σιλβέστερ, του Σέφερ ή των Χόλγκερ-Νίιλσεν, που θεωρείται η πιο αποτελεσματική και πρακτική.
Η α., εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν, εφαρμόζεται και όταν, στο τέλος μιας χειρουργικής επέμβασης με γενική αναισθησία, ο ασθενής δεν ξαναβρίσκει αμέσως τον φυσιολογικό ρυθμό αναπνοής·στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται να συνεχιστεί η χορήγηση οξυγόνου, μαζί με τα άλλα μέσα, έως την πλήρη αποκατάσταση της αυτόματης πνευμονικής αναπνοής. Η α. εφαρμόζεται συχνά και σε περιπτώσεις νεογνικής ασφυξίας (που οφείλεται πολλές φορές σε καταστολή των αναπνευστικών κέντρων του προμήκη μυελού) με χρησιμοποίηση όλων των δυνατών μέσων: χορήγηση οξυγόνου, τραχειακή διασωλήνωση, χρήση αναληπτικών, αντιδότων, τονωτικών κλπ. Στις περιπτώσεις αυτές δεν πρέπει να λησμονείται ότι είναι ανάγκη να αποφράσσονται γρήγορα οι αναπνευστικές οδοί, για την άμεση αποκατάσταση της ρυθμικής αναπνοής, γιατί όσο κι αν το νεογνό αντέχει περισσότερο από το ενήλικο άτομο στην ανοξυγοναιμία, η άπνοια δεν πρέπει να υπερβεί τα 10-12 λεπτά, αφού στο σύντομο αυτό χρονικό διάστημα μπορεί να προκληθούν ανίατες βλάβες στον εγκέφαλο.
* * *η (Μ ἀνάνηψις) [ἀνανήφω]1. ανάκτηση τής νηφαλιότητας, τής πνευματικής διαύγειας (από μέθη, οργή κ.λπ.)2. Ιατρ.η αποκατάσταση τής λειτουργίας τής συνειδήσεως ύστερα από μια περίοδο απωλείας της (κώμα, γενική αναισθησία)μσν.μετάνοια, μεταμέλεια.
Dictionary of Greek. 2013.